- υποκρύπτομαι
- υποκρύπτομαι βλ. πίν. 12
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ανθυποκρύπτομαι — ἀνθυποκρύπτομαι (Μ) [υποκρύπτομαι] κρύβομαι κι εγώ με τη σειρά μου κάτω από τη γη, πεθαίνω και εγώ με τη σειρά μου … Dictionary of Greek
παρακαλύπτω — Α (συν. μέσ.) παρακαλύπτομαι 1. καλύπτω κάτι κρεμώντας κάτι άλλο μπροστά του, αποκρύπτω, συγκαλύπτω, σκεπάζω 2. καλύπτω το πρόσωπο κάποιου 3. αδιαφορώ 4. μτφ. υποκρύπτομαι («καὶ ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ αὐτοῡ ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτὸ [τὸ ῥῆμα]», ΚΔ) … Dictionary of Greek
υποκρύπτω — ὑποκρύπτω ΝΑ νεοελλ. αποκρύπτω αρχ. 1. χώνω, κρύβω κάτι κάτω από κάτι άλλο, καλύπτω, σκεπάζω 2. μεσ. ὑποκρύπτομαι κρατώ κάτι μυστικό από κάποιον … Dictionary of Greek